top of page
Αναζήτηση
  • Εικόνα συγγραφέαPOPULISM STUDY CIRCLE

"Ο λαϊκισμός από τη σκοπιά της κυβερνητικότητας και η σχέση του με την κοινωνική πολιτική"

Πάνος Τριτσιμπίδας Υπ. Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών, ΑΠΘ Οι περιπτώσεις λαϊκιστικών κομμάτων ή αρχηγών που ανέρχονται στην εξουσία, ή την διεκδικούν με αξιώσεις, ολοένα και πληθαίνουν ανά τον κόσμο. Τίθεται έτσι πιο επιτακτικά το ερώτημα του πώς (και εάν) οι λαϊκιστές επηρεάζουν τις δημόσιες πολιτικές και συνολικότερα τη διακυβέρνηση. Το γεγονός ότι η άνοδος που έχει γνωρίσει ο λαϊκισμός σε παγκόσμιο επίπεδο από τις αρχές του 21ου αιώνα έχει συντελεστεί εντός του πλαισίου της κυριαρχίας της (νεο)φιλελεύθερης τέχνης του κυβερνάν και των κρίσεων με τις οποίες έχει έρθει αντιμέτωπη, καθιστά άξια διερεύνησης τη σχέση του λαϊκισμού με αυτό το περιβάλλον συγκεκριμένα (βασικό χαρακτηριστικό του οποίου είναι η υποχώρηση του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας) καθώς επίσης και τη θέση του εντός της ευρύτερης ιστορίας του νεωτερικού συστήματος διακυβέρνησης. Η προσέγγιση του λαϊκισμού από τη σκοπιά της κυβερνητικότητας απαιτεί μια διεύρυνση του πεδίου ανάλυσης, δηλαδή την εστίαση στις δημόσιες πολιτικές των σύγχρονων λαϊκιστών και όχι μόνο στον λόγο τους. Σαφώς, η προσπάθεια να εξετάσουμε το τι συνιστά μια λαϊκιστική πολιτική, πόσο μάλλον να ορίσουμε τον ίδιο τον λαϊκισμό βάσει ενός υποτιθέμενου πολίτικου προγράμματος, επιφυλάσσει τον κίνδυνο υποστασιοποίησης του μέσω της ταύτισης του, για παράδειγμα, με ένα σπάταλο και ψηφοθηρικό είδος οικονομικής πολιτικής. Σε αυτό το σφάλμα υπέπεσαν ορισμένοι οικονομολόγοι τη δεκαετία του ‘90 που ανέλυσαν τη μακροοικονομική διάσταση του λαϊκισμού στην Λατινική Αμερική, καταλήγοντας να τον ταυτίσουν με κάθε «υπερβολικά επεκτατική μακροοικονομική πολιτική». Εξίσου προβληματικό είναι όμως να αναλύουμε το φαινόμενο του λαϊκισμού στην εξουσία αδιαφορώντας για το κεντρικό ίσως στοιχείο της κυβερνητικής δράσης, δηλαδή τις εφαρμοζόμενες πολιτικές (που μπορούν να διακριθούν αναλυτικά και πραγματολογικά από τα αποτελέσματά τους). Ένας ασφαλέστερος δρόμος είναι να εκκινήσουμε από τον πολιτικό λόγο, εξετάζοντας με τα εργαλεία της «σχολής του Έσσεξ» ποιοι μπορούν να χαρακτηριστούν λαϊκιστές βάσει του λόγου που αρθρώνουν γύρω από συγκεκριμένα ζητήματα, και στη συνέχεια να καταγράψουμε τις πολιτικές που προτείνουν ή/και υιοθετούν στον αντίστοιχο τομέα (πχ. της εξωτερικής, της κοινωνικής ή της δημοσιονομικής πολιτικής). Χρησιμοποιώντας το υλικό αυτό μπορούμε να προχωρήσουμε σε μια συγκριτική εξέταση που θα μας δείξει αν υπάρχουν κάποια κοινά μοτίβα στις πολιτικές των λαϊκιστών ως προς τα μέσα, τους στόχους και τα υποκείμενα που επιλέγουν να ωφελήσουν. Εφαρμόζοντας αυτή τη μέθοδο στο τομέα της κοινωνικής πολιτικής και του λόγου γύρω από τα κοινωνικά ζητήματα, εντοπίζουμε δυο διακριτές χρήσεις της κοινωνικής πολιτικής που επιβεβαιώνουν τη διάκριση μεταξύ ενός «συμπεριληπτικού» – κατά κανόνα αριστερόστροφου – και ενός «αποκλειστικού» – κατά κανόνα δεξιόστροφου – λαϊκισμού. Η σχετική βιβλιογραφία έχει ασχοληθεί ήδη από τη δεκαετία του ‘90 με τη μελέτη της στάσης των ακροδεξιών λαϊκιστών στην Ευρώπη στην οποία απέδωσε τον όρο προνοιακός σωβινισμός [welfare chauvinism]. Ωστόσο, η συμπεριληπτική έως και εξισωτική χρήση της κοινωνικής πολιτικής από τους αριστερούς λαϊκιστές, στην Λατινική Αμερική αλλά πλέον και στην Ευρώπη, έχει διερευνηθεί πολύ λιγότερο. Στην περίπτωση του προνοιακού σωβινισμού των ακροδεξιών λαϊκιστών, στόχος της κοινωνικής πολιτικής αποτελεί πρωτίστως η προστασία του επιπέδου διαβίωσης και του «τρόπου ζωής» των γηγενών, δηλαδή «αυτών που ανήκουν στη κοινότητα τους έθνους και έχουν συνεισφέρει σε αυτή» και όχι των «ξένων». Στον λόγο αυτό οι «απλοί» και «σκληρά εργαζόμενοι» πολίτες αντιπαραβάλλονται κυρίως στους μετανάστες, τους «παράνομους» αλλά και τους νόμιμους που «αρνούνται να αφομοιωθούν», καθώς και σε πληθυσμιακές ομάδες ή μειονότητες που κατηγορούνται ότι «παρασιτούν» λαμβάνοντας επιδόματα χωρίς να συμβάλλουν στην οικονομία. Το βασικό μέσο που προτείνεται για να «έρθουν οι ντόπιοι στη πρώτη θέση» είναι ο αποκλεισμός ή ο περιορισμός της πρόσβασης των μεταναστών στις κοινωνικές παροχές (στο σύστημα δημόσιας υγείας, κοινωνικής στέγασης, στα επιδόματα, ακόμα και στην αγορά εργασίας). Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι οι κεντρικές αξίες και τα εργαλεία της κοινωνικής πολιτικής εντάσσονται στο λόγο και το πρόγραμμα των ακροδεξιών λαϊκιστικών κομμάτων ως δευτερεύοντα στοιχεία στο μέτρο που νοηματοδοτούνται από τα κεντρικά ιδεολογικά σημεία αναφοράς τους που είναι ο λαός ως έθνος ή ακόμα και ως φυλή και η ανάγκη υπεράσπισής τους. Έτσι, το κοινωνικό ζήτημα «εθνικοποιείται», αντιμετωπίζεται δηλαδή με όρους εθνικής κι όχι κοινωνικής αλληλεγγύης. Αυτή η χρήση της κοινωνικής πολιτικής έχει επίσης ξεκάθαρα βιοπολιτικά χαρακτηριστικά συνιστώντας κατ’ εξοχήν παράδειγμα αυτού που ο Φουκώ ονομάζει κρατικός ρατσισμός, καθώς στηρίζεται στην ιδέα ότι θα βελτιωθεί η ζωή όσων ανήκουν στο σώμα του έθνους-κράτους, αν όσοι βρίσκονται εντός της επικρατείας του, αλλά δεν ανήκουν ή δεν αξίζουν να ανήκουν σε αυτό, αφεθούν να πεθάνουν στα γκέτο, στα σύνορα ή στις χώρες απέλασής τους.

Δημοσιεύθηκε στο E-POP: Newsletter του Κύκλου Μελέτης του Λαϊκιστικού Φαινομένου, Τεύχος 1, Μάιος 2020.


45 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων
bottom of page