top of page
Αναζήτηση
  • Εικόνα συγγραφέαPOPULISM STUDY CIRCLE

Ικανές και αναγκαίες συνθήκες για την ανάπτυξη του λαϊκισμού: η αναστοχαστική επιστροφή στην ιστορία

Άγγελος Γουνόπουλος

Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών, ΑΠΘ

Στην εισήγηση, με όχημα τη Λατινική Αμερική, προσεγγίζεται ο λαϊκισμός και οι ιστορικοί όροι της εμφάνισης του, ενώ γίνεται η διαπραγμάτευση ορισμένων χαρακτηριστικών που του αποδίδονται ως αναγκαίες ή ικανές του συνθήκες.

Ο όρος «λαϊκισμός» χρησιμοποιήθηκε στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1950 για να περιγράψει πολιτικά φαινόμενα που δεν εντάσσονταν στις κλασικές πολιτικές παραδόσεις (σοσιαλιστική, κομμουνιστική, φιλελεύθερη, συντηρητική, κ.α.). Συνοπτικά, η Λατινική Αμερική πέρασε τέσσερα κύματα λαϊκισμού: το πρώτο εμφανίζεται στην οικονομική κρίση του 1930 όπου ηγέτες απευθύνθηκαν στο λαό υπερβαίνοντας τη διαίρεση Αριστεράς/Δεξιάς (Cardenas στο Μεξικό (1934-1940), Vargas στη Βραζιλία (1930-1945)). Το δεύτερο κύμα αναπτύσσεται μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο αποτελώντας τον «κλασικό» λαϊκισμό» καθώς με δικά του υλικά διαμορφώνεται ο ιδεότυπος του λαϊκισμού (Perón στη Αργεντινή (1946-1955, 1973-1974), Vargas στη Βραζιλία (1951-1954), Alvarado στο Περού (1968-1975), κ.α.). Τις δεκαετίες του 1980-1990 εμφανίζονται λαϊκιστικές κυβερνήσεις που εφάρμοσαν νεοφιλελεύθερες πολιτικές (Menem στην Αργεντινή (1989-1999), Fujimori στο Περού (1990-2000), κ.α.), ενώ το τέταρτο κύμα αναφέρεται στους «νεο-λαϊκιστές» ηγέτες (Chávez στη Βενεζουέλα (1999-2013), Morales στη Βολιβία (2006-2019), Correa στον Ισημερινό (2007-2017), Nestor Kirchner (2003-2007) και Cristina Kirchner (2007-2015) στην Αργεντινή, κ.α).

Το πρώτο θέμα προς διαπραγμάτευση είναι η σχέση λαϊκισμού και δημοκρατίας. Πολλοί θεωρούν ότι ο λαϊκισμός διευρύνει τη δημοκρατική συμμετοχή παρά το ότι συνήθως υπονομεύει τους φιλελεύθερους θεσμούς ευνοώντας την πόλωση. Ωστόσο, οι φιλελεύθεροι θεσμοί δεν ήταν εδραιωμένοι στη Λατινική Αμερική ώστε να ευθύνεται για την υπονόμευσή τους αποκλειστικά η λαϊκιστική κινητοποίηση, αφού οι αντίπαλοί της, όπως και οι φιλελεύθερες ελίτ, χαρακτηρίζονται από «εκσυγχρονιστικό αυταρχισμό» αποδεικνύοντας ότι το φαινόμενο του αυταρχισμού έχει ιστορικές και πολιτισμικές ρίζες (αραβο-ισλαμική κληρονομιά, ιβηρο-καθολικός πολιτισμός της αποικιακής περιόδου, νεποτισμός, ευνοιοκρατία και ανομία λαού και ελίτ, «μιμητισμός» πολιτικών προσώπων, κ.α.).


Έτσι, κάθε σοσιαλιστική, φιλελεύθερη ή λαϊκιστική αλλαγή αναπαράγει την καθιερωμένη νοοτροπία, ενώ οι οργανώσεις αριστερών εθνικιστών, σοσιαλιστών και ριζοσπαστών δημοκρατών του 1950 και 1960 ενέτειναν τον αυταρχισμό και τον συγκεντρωτισμό ακολουθώντας τα πρότυπα του αντι-αποικιοκρατικού κόσμου και του υπαρκτού σοσιαλισμού, πόσο μάλλον που σοβαρά κοινωνικά προβλήματα βάθαιναν ανισότητες και εντάσεις, όπως οι φυλετικές, ταξικές και διεθνείς σχέσεις. Συνεπώς, ο αυταρχισμός, η πόλωση και η αντιδημοκρατικότητα δεν είναι αναγκαία συνθήκη του λατινοαμερικάνικου λαϊκισμού, αλλά καθολική ιστορική και πολιτισμική συνθήκη που εντείνεται λόγω μεγάλων κοινωνικών, εθνικών και διεθνών ρήξεων που προσδίδουν στην πολιτική αντιπαράθεση χαρακτήρα υπαρξιακό. Έτσι, η λαϊκιστική και η αντι-λαϊκιστική κινητοποίηση εμφανίζονται ως ενιαίο δίπολο και ως τέτοιο πρέπει να μελετάται.

Το δεύτερο θέμα αφορά τη σχέση πατρωνίας και πελατειακών σχέσεων με το λαϊκισμό. Η πολιτική πατρωνία-πελατεία αποτελεί στοιχείο «μακράς διάρκειας» που ξεκινά από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και δια της Ιβηρικής φτάνει στη Λατινική Αμερική ως τυπική μορφή οργάνωσης ολιγαρχικών κοινοβουλευτικών καθεστώτων, φεουδαρχικών απολυταρχιών και λαϊκιστικών κυβερνήσεων όπου αναπτύσσονται ισχυρές ταυτίσεις των μελών τους με την εξουσία αντλώντας τη νομιμοποίησή τους απευθείας από τον ηγέτη. Εδώ βρίσκεται για πολλούς η βασική διαφορά της πελατείας των λαϊκιστικών κομμάτων από την πελατεία της παλιάς πατρωνίας, αφού στη δεύτερη η ανταλλαγή διεξάγεται ανάμεσα στον τοπικό πάτρωνα και τον ψηφοφόρο, ενώ στο λαϊκισμό ανάμεσα στον ψηφοφόρο και το κόμμα. Η πελατεία-πατρωνία δεν είναι ασύμβατη με τον εκσυγχρονισμό, ενώ η λαϊκιστική κινητοποίηση δύναται ν’ αναδυθεί αφού πάψουν να λειτουργούν τα πελατειακά δίκτυα για την ενσωμάτωση πληθυσμών. Συνεπώς, η πελατεία δεν είναι αναγκαία συνθήκη του λαϊκισμού, παρά το ότι αποτελεί συνήθη τρόπο διαχείρισης λαϊκών πιέσεων από ολιγαρχικά ή λαϊκιστικά μπλοκ εξουσίας.

Το τρίτο θέμα αφορά τη σχέση λαϊκισμού και χαρισματικών ηγετών/οδηγών του λαού που ονομάστηκαν «πατέρες του λαού/έθνους» επειδή οργάνωσαν τον ανοργάνωτο λαό στις νέες συνθήκες. Πολλοί θεωρούν ότι η προσωπολατρία απο-ιδεολογικοποιεί την πολιτική αντιπαράθεση με αποτέλεσμα οι κινητοποιήσεις ν’ αποκτούν ηγεμονοκεντρικό χαρακτήρα, παραβλέποντας ότι η μονοδιάστατη αφήγηση του «μεγάλου άντρα» συσκοτίζει σημαντικές διαστάσεις της λαϊκιστικής κινητοποίησης. Επιπλέον, για τον Μουζέλη, αν και βασικό στοιχείο της λαϊκιστικής κινητοποίησης είναι η αδιαμεσολάβητη σχέση ηγεσίας και κομματικών μελών, ωστόσο οι μάζες αναπτύσσουν με τον ηγέτη σχέση λατρευτική, ανταλλακτική αλλά και ελεγκτική. Τέλος, η χαρισματική ηγεσία δεν είναι αναγκαία συνθήκη του λαϊκιστικού φαινομένου, αφού απουσιάζει από λαϊκιστικά κινήματα.


Το τέταρτο θέμα είναι η σχέση λαϊκισμού και εκσυγχρονισμού ή κρίσης. Οι «θεωρίες εκσυγχρονισμού» («λειτουργικά μοντέλα») ερμήνευαν τον λαϊκισμό ως κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο που εμφανίζεται κυρίως σε χώρες της περιφέρειας όσο διαρκούν οι ωδίνες του εκσυγχρονισμού, ως «ασυγχρονία» ανάμεσα στην παράδοση που σβήνει και το νέο που δεν έχει ακόμα αναδυθεί. Για τον Laclau το βασικό μειονέκτημά τους ως εξηγητικού σχήματος έγκειται στο ότι λαϊκισμοί εμφανίζονται και σε χώρες που έχουν ξεπεράσει το στάδιο της βιομηχανικής μετάβασης, υποστηρίζοντας, όπως και ο Σταυρακάκης, ότι ο λαϊκισμός εμφανίζεται στην κρίση νομιμοποίησης όπου κλονίζεται η εμπιστοσύνη του λαού στις ελίτ ότι μπορούν να αποκαταστήσουν την τάξη, ή να θεμελιώσουν μία νέα.

Το πέμπτο θέμα αφορά τη σχέση λαϊκισμού και λαϊκιστικής κινητοποίησης. Για τον Μουζέλη ο λαϊκισμός υπήρξε τρόπος μετάβασης από κλειστά-oλιγαρχικά συστήματα σε ανοικτά-μαζικοδημοκρατικά. Ωστόσο, ο λαϊκισμός αποτελεί φαινόμενο και της μαζικοδημοκρατικής εποχής όπου η μετάβαση έχει συντελεστεί. Η μαζική κινητοποίηση αμφισβητήθηκε ως αναγκαία συνθήκη του λαϊκισμού, όπως όταν υποστηρίζεται ότι ο λαϊκισμός παίρνει τη μορφή μικρών ριζοσπαστικών κομμάτων της δεξιάς, κυρίως στην Ευρώπη, τα οποία επιβιώνουν ως ειδική εκλογική αγορά των χαμένων της παγκοσμιοποίησης. Υποτιμώντας όμως τη σημασία του «λαϊκισμού του λαού» αναδύεται ο κίνδυνος θεωρητικών παραλογισμών όπως η αναγνώριση λαϊκισμών σε συνωμοσιολογικές θεωρίες ή σε μετα-εθνικές ή διεθνικές εγκλήσεις όπου ο λαός είναι απών. Επιπλέον, χωρίς λαϊκιστική κινητοποίηση, ή μαζικό κίνημα-κόμμα, ο λαϊκισμός παύει να κατανοείται όπως στον Laclau ως «πολιτικός λόγος» συνδεδεμένος με την κοινωνία (νόημα), και μεταπίπτει σε απλή επικοινωνία (κείμενο). Συνεπώς, η «δημοκρατική στιγμή του λαού» είναι αναγκαία συνθήκη του λαϊκισμού συναρθρώνοντας τα λαϊκά αιτήματα στο λαϊκιστικό μπλοκ εξουσίας..

Το έκτο θέμα αφορά τη σχέση λαϊκισμού και ιδεολογίας («αριστερός /δεξιός λαϊκισμός», «πέρα από Αριστερά και Δεξιά», κ.α.). Ο Di Tella δεν εστιάζει στην ιδεολογία των λαϊκιστών θεωρώντας ότι είναι συγκυριακή επειδή εξαρτάται από μεταβαλλόμενες κοινωνικές συμμαχίες, υποστηρίζοντας ότι ο «λαϊκός εθνικισμός» αποτελεί την πανταχού παρούσα συνιστώσα του λαϊκισμού στη Λατινική Αμερική, ενώ ο Tourraine κατανοεί τη λαϊκιστική κινητοποίηση ως πολιτική εθνικής ενσωμάτωσης. Μάλιστα η Mouffe αποδοκιμάζει την αριστερά στην Αργεντινή που απορρίπτει την κυβέρνηση Kirchner ως εθνολαϊκή. Ο «αριστερός λαϊκισμός» στη Λατινική Αμερική προκρίνει την ηθικοπολιτική αποκατάσταση του λαού στις κοινωνικές και διεθνείς του σχέσεις, τη λαϊκή κυριαρχία και εθνική ανεξαρτησία, υπάρχοντας ως οικουμενικός πατριωτισμός-διεθνισμός επειδή θεμελιώνει τα λαϊκά δίκαια στην ίδια μήτρα με τα δίκαια των αδικημένων λαών-εθνών του κόσμου, εκφράζοντας ταυτόχρονα την εθνική και περιφερειακή ενότητα, την απελευθέρωση από την αποικιοκρατία ή τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, και τη χειραφέτηση από τις εγχώριες ελίτ που προδίδουν το λαό.


Ο Di Tella θεωρεί απαραίτητο τον αριστερό πατριωτισμό για την εθνική και κοινωνική ανάπτυξη, ενώ για τον Germani η εθνική ταυτότητα-ενότητα απαντά στην ανάγκη για κοινωνική συνοχή και αίσθηση του «ανήκειν», γι΄ αυτό και ο λαϊκισμός που ενσωματώνει τους πληθυσμούς στο εθνικό σώμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την πατριωτική έγκληση. Συνεπώς, επειδή το σημαίνον «έθνος» επενδύει τόσο στον δεξιό όσο και στον αριστερό λαϊκισμό συνάγεται ότι η διάκριση τους δεν εδράζεται στη διάκριση «κοινωνικού» και «εθνικού», αλλά συντελείται εξαιτίας του λόγου, των συμβόλων, των παραδόσεων, των προσώπων, των πράξεων, των συμμαχιών, των αντιπάλων, κ.α. του εκάστοτε λαϊκιστικού φορέα. Επιπλέον, είναι απαραίτητη η διάκριση ανάμεσα σε διεθνιστικά και μετα-εθνικά λαϊκιστικά κινήματα αφού βρίσκονται περισσότερο σε ανταγωνιστική και λιγότερο σε συμπληρωματική ή συγγενική σχέση. Τέλος, στη Λατινική Αμερική υπάρχουν λαϊκισμοί που υπερβαίνουν τη διαίρεση Αριστεράς και Δεξιάς, με αποτέλεσμα οι Lasch και Goodwyn να θεωρούν το λαϊκισμό ένα «τρίτο δρόμο» ανάμεσα σε κομμουνισμό και καπιταλισμό, όπως για μεγάλο μέρος της Εκκλησίας, κινημάτων, κομμάτων, διανοούμενων, καλλιτεχνών, κ.λπ που αναζήτησαν εναλλακτική οδό πέρα από το ευρωπαϊκό και ανατολικό μοντέλο, η οποία να προωθεί την κοινωνική και πολιτική απελευθέρωση του «Τρίτου Κόσμου» και την πολιτισμική του ιδιαιτερότητα.

Τελευταίο θέμα η σχέση λαϊκισμού και συναισθήματος. Στον λατινοαμερικάνικο λαϊκισμό συμβάλλει η βαθιά θρησκευτικότητα του λαού και ο «μαγικός ρεαλισμός» όπου το πάθος είναι διάχυτο παντού προσδίδοντας στην πολιτική λυτρωτικό χαρακτήρα, πυροδοτούμενο από βαθιές ανισότητες. Συνεπώς, η «μαγική» σχέση λαϊκιστή ηγέτη και λαού είναι σχέση συναισθηματική και ρεαλιστική, έκφραση της οικειότητας λαού και ηγέτη.

Κλείνοντας, επειδή το νόημα δεν εξαντλείται στη διατύπωση, ό,τι δεν ορίζεται δείχνεται με μια εικόνα, όπως αυτή που δίνει ο Αργεντινός συγγραφέας Ernesto Sabato γράφοντας για το πραξικόπημα του 1955 με το οποίο εκδιώχθηκε από την εξουσία ο Perón:

«Εκείνο το βράδυ του Σεπτεμβρίου του 1955, ενώ οι δικηγόροι, οι γαιοκτήμονες και οι συγγραφείς πανηγυρίζαμε στο σαλόνι την πτώση του τυράννου, σε μια γωνιά της κουζίνας είδα τις δύο Ινδιάνες υπηρέτριες με τα μάτια μουσκεμένα απ΄ τα δάκρυα».



Δημοσιεύθηκε στο E-POP: Newsletter του Κύκλου Μελέτης του Λαϊκιστικού Φαινομένου, Τεύχος 1, Μάιος 2020.

51 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων
bottom of page